- ερμαγέλη
- ἑρμαγέλη, ἡ (Α)μέγα πλήθος, αγέλη τέκνων που γεννήθηκαν από την Ερμιόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. θ. Ερμ- τού Ερμιόνη + αγέλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑρμαγέλην — ἑρμαγέλη a herd of Hermae fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)